- δερματόπτερα
- δερματόπτεροςwith wings of skinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δερματόπτερα — (dermatoptera).Τάξη εντόμων της υφομοταξίας των πτερυγωτών. Το σώμα τους είναι πεπιεσμένο, λεπτό, σκούρο και σκληρό, εξαιτίας της επένδυσής του με χιτίνη. Το κεφάλι φέρει μεγάλα, σύνθετα μάτια και αρκετά μακριές κεραίες που αποτελούνται από 10… … Dictionary of Greek
γαλεοπίθηκος ή κυνοκέφαλος — Γένος ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών και της τάξης των δερματοπτέρων. Ο Κάρολος Λιναίος το ταξινόμησε με τους προπιθήκους, νεότερες όμως κατατάξεις τοποθέτησαν το ζώο αυτό σε άλλες τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα σαρκοφάγα, τα μαρσιποφόρα και… … Dictionary of Greek
δερματόπτερος — η, ο 1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα Θηλαστικά νυκτόβια τού γένους τών Γαλεοπιθήκων … Dictionary of Greek